- αδελφιδός
- ἀδελφιδός, ο (Α)αγαπημένος, προσφιλής.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀδελφός + -ιδός*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αδελφός — ο (Α ἀδελφός) (και επίθ. ός, ή, ό(ν), Ν και αδερφός) Ι. ουσ. 1. αυτός που έχει με κάποιον άλλο την ίδια μητέρα 2. αυτός που έχει κοινούς και τους δύο γονείς με κάποιον άλλο ή κοινό τον ένα μόνο από αυτούς 3. αυτός που ανήκει στο ίδιο έθνος ή στην … Dictionary of Greek
ԵՂԲՕՐՈՐԴԵԱԿ — (կք. (կոչական.)) NBH 1 0653 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 11c գ. ԵՂԲՕՐՈՐԴԵԱԿ ԵՂԲՕՐՈՐԴԻ. ἁδελφιδός nepos ὐιός τοῦ ἁδελφοῦ filius fratris Որդի եղբօր ուրուք. աղբօրը տղան. եկէն. *Եւ ա՛ռ աբրամ ... զղովտ զեղբօրորդի իւր. Ծն.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ԵՂԲՕՐՈՐԴԻ — (դւոյ, ւոց կամ եաց.) NBH 1 0653 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 11c գ. ԵՂԲՕՐՈՐԴԵԱԿ ԵՂԲՕՐՈՐԴԻ. ἁδελφιδός nepos ὐιός τοῦ ἁδελφοῦ filius fratris Որդի եղբօր ուրուք. աղբօրը տղան. եկէն. *Եւ ա՛ռ աբրամ ... զղովտ զեղբօրորդի իւր. Ծն … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)